τεμενοῦχος

τεμενοῦχος
τεμενοῦχος
holding a
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τεμενούχος — ον, Α (πιθ. ως προσωνυμία τού Ποσειδώνος) αυτός που έχει τέμενος ή αυτός που κατοικεί σε τέμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέμενος + οῦχος* (ἔχω)] …   Dictionary of Greek

  • τεμενοῦχον — τεμενοῦχος holding a masc/fem acc sg τεμενοῦχος holding a neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”